Η διαφαινόμενη πρόθεση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕΚ) να εγκρίνει την αύξηση των βασικών διατιμήσεων της Αρχής Ηλεκτρισμού κατά 6% με δικαιολογητικό την αύξηση του λειτουργικού της κόστους, συνιστά ένα άνευ προηγουμένου εκβιασμό της κοινωνίας. Η επιδίωξη της ΑΗΚ να αυξήσει τις διατιμήσεις της θα έπρεπε λογικά να προκαλεί έκπληξη μια και θα διευκόλυνε την είσοδο ανταγωνιστών της στην αγορά. Ως γνωστόν, μετά την ένταξη στην ΕΕ και το -τυπικό- άνοιγμα του 30% της αγοράς σε ιδιώτες παραγωγούς, η ΑΗΚ θα έπρεπε να είχε επικεντρωθεί στη συγκράτηση, αν όχι μείωση του λειτουργικού της κόστους, ανεξάρτητα του αν δεν έχουν ακόμη φανεί μέχρι τώρα ανταγωνιστές.
Εν πάση περιπτώσει, σήμερα, μεσούσης της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, η οικονομία του τόπου μαστίζεται από την υποχώρηση της εξωτερικής ζήτησης κυρίως για προϊόντα και υπηρεσίες. Πολλές κυπριακές εταιρείες δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστούν εταιρείες του εξωτερικού. Το γεγονός αυτό προκάλεσε εκτόξευση της ανεργίας, με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί ο αριθμός των νοικοκυριών που δυσκολεύονται να τα φέρουν πέρα.
Λαμβανομένου όμως υπ’ όψιν του γεγονότος ότι τα νοικοκυριά στην Κύπρο ήδη πληρώνουν το δέκατο ακριβότερο οικιακό ρεύμα ενώ οι βιομηχανίες το δεύτερο πιο ακριβό ρεύμα στην Ευρώπη όπως αναφέρουν επίσημες στατιστικές, η περαιτέρω αύξηση των βασικών διατιμήσεων που μεθοδεύουν ΑΗΚ και ΡΑΕΚ -με την σιωπηλή ανοχή της κυβέρνησης-, είναι βέβαιο πως όχι μόνο θα δυσχεράνει τη θέση των νοικοκυριών αλλά και θα οξύνει τη θέση των κυπριακών επιχειρήσεων σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους.
Το επιχείρημα που επικαλούνται ΑΗΚ και ΡΑΕΚ περί κινδύνου μη υλοποίησης του αναπτυξιακού προγράμματος της πρώτης λόγω περιορισμού της κερδοφορίας της, δεν πείθει, έστω κι αν ληφθεί υπ’ όψιν η εκταμίευση μέρους του πλεονάσματος της ΑΗΚ την τελευταία τετραετία από την κυβέρνηση υπό τη μορφή μερίσματος. Κι αυτό γιατί στην ΑΗΚ δεν καταβλήθηκε καμιά ουσιαστική προσπάθεια περιορισμού του λειτουργικού της κόστους.
Παρενθετικά, αναφέρω πως αυτό αυξήθηκε από 276 εκατομμύρια λίρες το 2006 σε 295 εκατομμύρια λίρες το 2007, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση 2007 της ΑΗΚ (σελ. 99). Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μερίδιο του λειτουργικού κόστους αφορούσε την αγορά καυσίμων (177 εκατομμύρια λίρες το 2007), το υπόλοιπο αφορούσε κυρίως το κόστος προσωπικού και εισφορές στο ταμείο συντάξεων της ΑΗΚ, το οποίο αυξήθηκε από 65 εκατομμύρια λίρες το 2006 σε 69 εκατομμύρια το 2007, καταγράφοντας δηλαδή αύξηση 6,7%, εκείνη δηλαδή τη χρονιά κατά την οποία η ΑΗΚ είχε πρωτοεγείρει δημόσια θέμα αύξησης των βασικών διατιμήσεων επικαλούμενη τη βιωσιμότητά της!
Και όταν η ΑΗΚ μιλά για τη βιωσιμότητά της, εννοεί τη δυνατότητά των υπαλλήλων της να αμείβονται με βασιλικούς μισθούς, ανεξαρτήτως του τι παράγουν, με ποιο κόστος και σε ποια τιμή εξαναγκάζονται οι καταναλωτές να το αγοράζουν! Φτάνει μονάχα κάποιος να συγκρίνει τις απολαβές των υπαλλήλων της με τις απολαβές άλλων εργαζομένων στην Κύπρο και θα αντιληφθεί τους λόγους που κάνουν το ρεύμα τόσο ακριβό. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, το 2007 μια δακτυλογράφος στην ΑΗΚ έπαιρνε αμειβόταν με 1.557 λίρες το μήνα ενώ η μέση συνάδελφός της με περίπου τα μισά 852 λίρες το μήνα.
Φυσικά, θα ήταν μεγάλο λάθος να εντοπίσουμε την ευθύνη για την κατάσταση στην οποία οδηγείται η ΑΗΚ μόνο στην ανεπίτρεπτη εξέλιξη των απολαβών των υπαλλήλων της. Οι τελευταίοι άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως αμείβονται τόσο πλουσιοπάροχα, με την ευλογία των πολιτικών κομμάτων. Η αποστολή τους άλλωστε, είναι να διευκολύνουν τους εκάστοτε κυβερνώντες στη γενικότερη καταλήστευση των πολιτών που είναι εγκλωβισμένοι σε ένα ενεργειακό μονοπώλιο, που ενίοτε γίνεται με καραμπινάτους τρόπους, όπως π.χ. στην περίπτωση που αποκαλύφθηκε και αφορούσε τον κατά τ’ άλλα ατυχήσαντα απατεώνα Γιάννου Ανδρονίκου. Τις υπόλοιπες όμως φορές γίνεται με λιγότερο διαφανείς μεθόδους και για τούτο παρά τα τόσα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν με εμπλοκή ορισμένων στελεχών της ΑΗΚ, ουδέποτε υπήρξαν καταδίκες.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως πρόεδροι του διοικητικού της συμβουλίου διορίζονται άτομα που διακρίθηκαν στην καλύτερη περίπτωση λόγω της μετριότητάς τους, όπως τελευταία ο Γιώργος Γεωργιάδης, ο Χαρίλαος Σταυράκης και ειδικά ο νυν πρόεδρός της, Χάρης Θράσου, ο οποίος ασκώντας τα καθήκοντά του ως υπουργός Συγκοινωνιών και έχοντας πάρει δέκα ντουζίνες ανθρώπους στο λαιμό του, ανταμείφθηκε με διορισμό σε μια τόσο νευραλγική θέση…
Ούτε άλλωστε είναι τυχαίο το ότι διατηρείται ακόμη ανέπαφο το μονοπώλιο της ΑΗΚ, μιας και κανείς πολιτικός δεν έχει συμφέρον να διαταραχτεί αυτή η ανισόρροπη ισορροπία στην κυπριακή αγορά ενέργειας, μια και εκείνα τα οφέλη που είναι σε θέση να εξασφαλίζουν τα κόμματα για τους εαυτούς τους έχοντας υπό τον έλεγχό τους το διοικητικό συμβούλιο και ολόκληρο τον οργανισμό της ΑΗΚ.
Και όσο μάλιστα ανακαλώ τον τρόπο με τον οποίο ο Γιώργος Γεωργιάδης έριχνε στον κάλαθο των αχρήστων όσους προβληματισμούς που έτυχε να εκφραστούν δημόσια κατά την περίοδο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τη μετέπειτα εξέλιξη του κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος, συνεπεία της επιβολής φόρων κατανάλωσης, κατάργησης επιδοτήσεων, απελευθέρωσης της αγοράς, κόστους αγοράς δικαιωμάτων CO2, και την απόλυτη εξάρτηση από το βαρύ πετρέλαιο για σκοπούς ηλεκτροπαραγωγής κ.ά., τόσο περισσότερο μου γίνεται πεποίθηση πως στο διοικητικό συμβούλιο της ΑΗΚ διορίζονται βλάκες ή άνθρωποι που περνούν όλους τους υπόλοιπους για βλάκες.
Υ.Γ. Σε μεγάλο βαθμό για την επιτυχία του εκβιασμού αυτού φέρουν και τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία αρκούμενα σε μια επιφανειακή έρευνα που περιορίζεται στην καταγραφή δηλώσεων, διευκολύνουν όσων επιτελούν ανεπαρκώς τα καθήκοντά τους. Αρκεί μόνο να διαβάσει κάποιος το σχετικό απολογητικό άρθρο του Χρύσανθου Μανώλη στον Πολίτη, το οποίο ούτε και ο εκπρόσωπος Τύπου της ΑΗΚ δεν θα μπορούσε να γράψει καλύτερα. Ο συντάκτης του ξέχασε να ρωτήσει που και πως θα βρίσκουν εκείνοι οι καταναλωτές τα χρήματα για να πληρώνουν αυτό το ακριβό ρεύμα, που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια καλοπληρωμένη θέση στην ΑΗΚ ή στο δημόσιο...